- χαράχτης
- οβλ. χαράκτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαράκτης — ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν [χαράσσω] νεοελλ. 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής αρχ. κόπτης… … Dictionary of Greek
χαράκτης — χαράκτης, ο και χαραχτής, ο θηλ. χαράκτρια αυτός που χαράζει, αυτός που εικονίζει κάτι με τη χάραξη, λιθογράφος, χαλκογράφος, ξυλογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)